-
1 κατ-ουρίζω
κατ-ουρίζω, zum Ziel hintreiben, von günstigem Fahrwinde; Soph. Trach. 824 intraus., τάδ' ὀρϑῶς ἔμπεδα κατουρίζει, gehol. ἀσφαλῶς ἀποβαίνει.
См. также в других словарях:
κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… … Dictionary of Greek